- κυλινδρωτός
- κῠλινδρ-ωτός, ή, όν,A levelled with a roller,
ἅλως Nic.Fr.70.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅλως Nic.Fr.70.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλινδρωτός — ή, ό (Α κυλινδρωτός, ή, όν) [κυλινδρώ] αυτός που έχει ισοπεδωθεί με κύλινδρο … Dictionary of Greek
κυλινδρωτός — ή, ό αυτός που ισοπεδώθηκε με κύλινδρο, ο ισοπεδωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλινδρωτῆς — κυλινδρωτός levelled with a roller fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)